Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σύριγγος ἰάν

См. также в других словарях:

  • ιά — (I) ἰά, ιων. τ. ἰή, ἡ (Α) 1. (για έμψυχα) ιωή*, κραυγή, φωνή 2. (για άψυχα) κλαγγή, ήχος («σύριγγος ἰὰν κατακούω», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιήιος]. (II) ἰά, τὰ (Α) (ετερόκλιτο, πληθ. τού ιός) βέλη («ἔχων ἰὰ πτερόεντα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιός …   Dictionary of Greek

  • νυκτίβρομος — νυκτίβρομος, ον (Α) αυτός που θορυβεί, που τραγουδάει κατά τη νύχτα («νυκτιβρόμου σύριγγος ἰὰν κατακούω», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + βρόμος «θόρυβος»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»