-
1 ἰά
ἰά, ἡ, ion. ἰή, Geschrei, Ruf, VLL. φωνὴ καὶ βοή; von lebenden Wesen, κακομέλετον ἰὰν ϑρηνητῆρος πέμψω Aesch. Pers. 899; von leblosen, σύριγγος ἰάν, Klang, Eur. Rhes. 553; bei Her. 1, 85 im Orak. πολύευκτον ἰὴν ( vulg. ἴην) παιδὸς ἀκούειν.
-
2 κατ-ακούω
κατ-ακούω (s. ἀκούω), hören, vernehmen; σύριγγος ἰάν Eur. Rhes. 553; Thuc. 3, 22; ἠχήν Plat. Rep. VII, 531 a; – τινός, ὁ ϑυρωρὸς κατήκουεν ἡμῶν Prot. 314 c, vgl. 330 e; Dem. 1, 23; gehorchen, ἵν' αὐτοῦ κατακούοι τὰ παιδικά Plat. Riv. 133 b; Sp., wie App. Mithrid. 57; – τινί, gehorchen, unterthänig sein, Ἀράβιοι οὐδαμᾶ κατήκουσαν ἐπὶ δουλοσύνῃ Πέρσῃσιν Her. 3, 88; App. Syr. 55.
-
3 κατακουω
(fut. κατακούσομαι)1) воспринимать слухом, слышать(σύριγγος ἰάν Eur.; ἠχήν Plat.; οὐ κ. διὰ πάταγον Plut.)
2) слушать(αὐλοῦντος Arst.)
3) подслушивать(ὅ θυρωρὸς κατήκουεν ἡμῶν Plat.)
4) слушаться, повиноваться5) находиться в подчинении, покорятьсяἐπὴ δουλοσύνῃ τινὴ κ. Her. — быть в рабстве у кого-л.
-
4 ια
I.ἰάIион. ἰή (ῐ) ἥ голос, вопль(θρηνητῆρος Aesch.)
ἰ. παιδός Her. — лепет ребенка;ἰ. σύριγγος Eur. — звук свирелиIIII.ἴαIIIἴα γῆρυς Hom. — один голос;
τέν ἴαν (sc. μοῖραν) Hom. — одну часть
См. также в других словарях:
ιά — (I) ἰά, ιων. τ. ἰή, ἡ (Α) 1. (για έμψυχα) ιωή*, κραυγή, φωνή 2. (για άψυχα) κλαγγή, ήχος («σύριγγος ἰὰν κατακούω», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιήιος]. (II) ἰά, τὰ (Α) (ετερόκλιτο, πληθ. τού ιός) βέλη («ἔχων ἰὰ πτερόεντα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιός … Dictionary of Greek
νυκτίβρομος — νυκτίβρομος, ον (Α) αυτός που θορυβεί, που τραγουδάει κατά τη νύχτα («νυκτιβρόμου σύριγγος ἰὰν κατακούω», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + βρόμος «θόρυβος»] … Dictionary of Greek